σκευωρώ

σκευωρώ
-ησα, μηχανορραφώ, σχεδιάζω κάτι μυστικά και ύπουλα: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι σκευωρούν εναντίον του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… …   Dictionary of Greek

  • σκευωρῶ — σκευωρός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισκαιωρώ — ἀντισκαιωρῶ ( έω) (Μ) σκευωρώ, δολοπλοκώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σκαιωρώ, με την ίδια σημασία του συνθέτου] …   Dictionary of Greek

  • ασκευώρητος — η, ο (AM ἀσκευώρητος, ον) [σκευωρώ] εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας μσν. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια αρχ. αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επισκευωρώ — ἐπισκευωρῶ, έω (Μ) [σκευωρώ] μηχανορραφώ …   Dictionary of Greek

  • μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ …   Dictionary of Greek

  • ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… …   Dictionary of Greek

  • ραψολογώ — έω, Μ τεχνάζομαι, σκευωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάψις (< ράπτω) + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σκαιωρώ — έω, ΜΑ βλ. σκευωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”